ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Προσφώνηση Μάρως Δούκα

Πέτρος Πιτσιάκκας
Διευθυντής 3ου Γυμνασίου


Το σχολείο πρέπει να είναι ανοικτό στην κοινωνία και εκτός από εργαστήρι γνώσης πρέπει να είναι και κέντρο πολιτισμού. Στα πλαίσια αυτής της φιλοσοφίας, παρά τις όποιες δυσκολίες, το 3ο Γυμνάσιο Ναυπάκτου, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Πατάκη, οργανώνει τη λογοτεχνική αυτή συνάντηση.

  Ένα από τα μέσα για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης, μιας κρίσης πρωτίστως πολιτισμικής, είναι ο πολιτισμός και σ? αυτό επενδύουμε ως σχολική κοινότητα, μέσα από δράσεις, όπως η σημερινή συνάντηση  με την καταξιωμένη συγγραφέα κ. Μάρω Δούκα.

  Η ενίσχυση του πολιτισμικού οπλοστασίου θα μας βοηθήσει να πιστέψουμε και πάλι σε αξίες, όπως η δικαιοσύνη, η ελευθερία, ο υγιής πατριωτισμός, η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η αξιοπρέπεια αξίες τις οποίες θα αναγάγουμε σε τρόπο ζωής, και όχι απλά θα τις μνημονεύουμε. Αυτές θα μας κρατήσουν όρθιους, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, σ? αυτές τις δύσκολες εποχές.

   Κυρία  Δούκα

σας ευχαριστούμε για την τιμή που κάνετε στους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς του 3ου Γυμνασίου Ναυπάκτου να είστε σήμερα κοντά μας.

   Κυρίες και Κύριοι

Ευχαριστούμε και όλους εσάς που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση μας για να συζητήσουμε με τη συγγραφέα για το πόσο ζόρικο είναι τελικά το δίκιο.

   Για τη βιογραφία - εργογραφία της κ. Δούκα θα μιλήσουν κατά σειρά οι μαθήτριες Αγγελική Σφήκα, Ελισάβετ Στρατηγοπούλου, Έμιλη Φούντζουλα, Νατάσα Μπάκανου, Παναγιώτα Παναγοπούλου, Μαρία Ρήγα, Νέλη Ζέρβα και Φωτεινή Ανδρεοπούλου.

 

 

Βιογραφία-Εργογραφία Μάρως Δούκα

 

  Η Μάρω Δούκα είναι μια από τις πιο γνωστές σύγχρονες ελληνίδες λογοτέχνες. Γεννήθηκε τον Γενάρη του 1947 στα Χανιά και από το 1966 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, από το οποίο αποφοίτησε το 1972. Είναι παντρεμένη με τον Νίκο Δούκα, κινηματογραφικό παραγωγό και σκηνοθέτη και έχει αποκτήσει ένα γιο. 

 

 

  Πολιτικοποιημένος άνθρωπος, ανήσυχο πνεύμα και κριτικό μυαλό διοχετεύει τις ανησυχίες της στη λογοτεχνία από το 1969, ενώ κείμενά, διηγήματα και επιφυλλίδες της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ημερήσιες εφημερίδες και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ιταλικά και στα ρωσικά. 

  Έχει τιμηθεί με το βραβείο Νίκου Καζαντζάκη, γεγονός που θεωρεί τιμή της, για την Αρχαία Σκουριά. Ο Σκούφος από πορφύρα υπήρξε υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο (καταλαμβάνοντας την 8η θέση) και για το Βραβείο Μπαλκάνικα παίρνοντας τη 2η θέση. Το μυθιστόρημα Αθώοι και Φταίχτες τιμήθηκε με το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και με το βραβείο Μπαλκάνικα. Για ιδεολογικούς λόγους έχει αρνηθεί το Κρατικό βραβείο για την Πλωτή Πόλη. 

  Μέσα από τα έργα της διαπραγματεύεται ποικίλα θέματα καταφέρνοντας πάντα να κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον αφυπνίζει και να τον προβληματίζει σε υπαρξιακά και κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Στο έργο της κυρίαρχη είναι η Ιστορία η οποία δεν αποτελεί απλά το υπόβαθρο της πλοκής, αλλά ένα χωριστό πρόσωπο, που κινείται αυτόνομα και έχει τη δυνατότητα να ορίζει τη μοίρα των υπολοίπων. Συμπορευόμενη με την πολιτική, η Ιστορία καθορίζει τη μοίρα των ηρώων της Δούκα. 

  H Μάρω Δούκα πρωτοεμφανίζεται στα νεοελληνικά γράμματα το 1974 με μια συλλογή τριών διηγημάτων με τίτλο Η Πηγάδα, Κάτι άνθρωποι, Πού ΄ναι τα φτερά;

   Στην Πηγάδα, παρακολουθούμε την διαδρομή και τις αναζητήσεις μιας νεαρής φοιτήτριας, στα χρόνια της δικτατορίας, στην Αθήνα. 

  Στο διήγημα, Κάτι άνθρωποι αναπλάθεται η ζωή σε ένα ορεινό χωριό της νοτιοδυτικής Κρήτης, στη δεκαετία του ?60, μέσα από το γλωσσικό ιδίωμα και τις μνήμες των γερόντων. 

  Το τρίτο διήγημα, Πού ?ναι τα φτερά, εξιστορεί «το οδυνηρό, αλλά και συναρπαστικό, πέρασμα από την παιδική αυταρέσκεια στο επίμονο και δυναμικό γιατί των ανθρώπων, των πραγμάτων, του κόσμου, μέσα από το αεικίνητο βλέμμα και τις περιπλανήσεις ενός παιδιού σε μια επαρχιακή πόλη, σαν τα Χανιά, στη δεκαετία του ?50.

  Το «Καρέ φιξ», που σημαίνει ακίνητο πλάνο, κυκλοφορεί το 1976,  και είναι ένα «καρέ φιξ» στο φιλμ της ελληνικής ιστορίας, που προβάλλει, με λόγο, το ακίνητο πλάνο του ελληνικού παρόντος, έπειτα από δύο χρόνια μεταπολίτευσης. Προβάλλεται ο μικροαστισμός και η μιζέρια των σύγχρονων νεοελλήνων, αλλά διαφαίνεται και η ελπίδα για την αλλαγή, που θα έρθει μέσα από τις κοινωνικές αλλαγές και ανακατατάξεις. 

  Η «Αρχαία σκουριά», που κυκλοφορεί το 1979, είναι η ιστορία μιας αισθηματικής διαπαιδαγώγησης, το πορτρέτο μιας γενιάς και η εξομολόγηση μιας αποτυχίας. με κεντρική ηρωίδα τη Μυρσίνη Παναγιώτου. Μέσα από τις σελίδες του ξεδιπλώνεται η πολιτική ιστορία του τόπου αρχίζοντας λίγα χρόνια πριν την περίοδο της δικτατορίας και τελειώνοντας λίγο μετά, καθώς και οι ψυχογραφίες της ελληνικής κοινωνίας. Η σήψη της αστικής τάξης, με την χαλαρότητα των οικογενειακών σχέσεων, τον ατομικισμό, τον ναρκισσισμό τους, παρουσιάζονται με μια δόση πικρίας και σαρκασμού μπροστά στη δίνη των μεγάλων γεγονότων, αφήνοντας όμως τις καταστάσεις να μιλήσουν από μόνες τους.

  Το 1983 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Πλωτή πόλη». Είναι μια σύγχρονη αισθηματική ιστορία ενός αδιέξοδου και παράφορου έρωτα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους από την αρχή έως το αναπόφευκτο τέλος. Μέσα απ? αυτή την αισθηματική ιστορία προβάλλεται και πάλι η σύγχρονη ελληνική αστική κοινωνία, τα χαρακτηριστικά της, οι προσδοκίες και τα πάθη που την ταλαιπωρούν αναζητώντας την ταυτότητά και τη θέση της στον κόσμο με τη χαλαρότητα των ηθών σε πρώτο πλάνο. Η οικογένεια έπαψε πια να είναι εκείνος ο ιερός θεσμός με ρόλους ξεκάθαρους για τον καθένα από τους συντρόφους και η οικονομική αποκατάσταση και ευημερία οδηγεί στην πλήξη και την αναζήτηση τρόπων εκτόνωσής, ενώ επιτρέπει τη διέξοδο μέσα από παράλληλες, πρόσκαιρες σχέσεις.

  Το 1987, στις  Λεύκες ασάλευτες η  κεντρική ηρωίδα είναι αόρατος μάρτυς ενός φόνου, αλλά και ερευνητής της διαλεύκανσης, ψάχνοντας σε παλιές εφημερίδες τριάντα χρόνια μετά το γεγονός. Ο μύθος και η έρευνα χτίζονται και αυτοδιαλύονται. Οι δολοφόνοι είναι πολλοί και κανένας, το θύμα είναι ένα και περισσότερα. Τελικά, ο θάνατος, είναι παντού σαν έννοια και πουθενά σαν συγκεκριμένο γεγονός. Το ίδιο συμβαίνει με τον έρωτα, τις κοινωνικές καταστάσεις, τις οικογενειακές σχέσεις. Η ηρωίδα,  μας παρασύρει σε έναν λαβύρινθο όπου χάνεται και η ίδια για να ξαναβρεί τον εαυτό της. Τα σύμβολα γίνονται σκοτεινά και περίπλοκα. Παραμένει, όμως, ενδιάμεσα, η καθαρή ματιά της που φωτίζει εν μέρει τα μυστήρια μέσα από την πραγματική της ζωή.

  Η υπόθεση του βιβλίου «Εις τον πάτο της εικόνας», 1990, τοποθετείται στην πνιγηρή πολιτική ατμόσφαιρα της διετίας 1988-1990 στην Ελλάδα. Στο προσκήνιο οι πολιτικές εξελίξεις με το επώδυνο κατρακύλισμα του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Κοσκωτάς , η «17 Νοέμβρη», η στάση της αριστεράς, οι χυδαίες συναλλαγές και ο λαϊκισμός.

  Στο έργο «Ο πεζογράφος και το πιθάρι του», που κυκλοφορεί το 1992, γράφει  απροσχημάτιστα, χωρίς καμιά άλλη φιλοδοξία, εκτός από τη διάθεσή της στιγμής, δεκατρία, συνολικά, κομμάτια, δημοσιευμένα, μέσα σε δέκα χρόνια, σε διάφορα έντυπα, κατά χρονολογική σειρά, με σημειώσεις ημερολογιακές.  Αυτές οι  σκόρπιες σελίδες έγιναν βιβλίο. 

   Το 1995, το μυθιστόρημα «Ένας Σκούφος από Πορφύρα» καταπιάνεται με το Βυζάντιο στον 11ο προς 12ο αι. μ.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου του Α?, ιδρυτή της δυναστείας των Κομνηνών, η οποία έδωσε στην τεράστια βυζαντινή αυτοκρατορία την ευκαιρία να ζήσει μια από τις τελευταίες αναλαμπές της δόξας της, βάζοντας φρένο στην παρακμή της και καθυστερώντας αποφασιστικά και για μεγάλο διάστημα την κατάρρευσή της. 

  Στο κέντρο του έργου είναι ο χαρισματικός, αλλά άτυχος Αλέξιος, που προσπάθησε να ανακόψει τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, να συγκρατήσει την εδαφική της ακεραιότητα και να προστατεύσει το όνομα της οικογένειας του και το θρόνο του. Ήταν ένας άνθρωπος με υψηλό αίσθημα ευθύνης, ανθρωπιστής, που σεβόταν τον αιχμάλωτο, τον αντίπαλο, αλλά έκανε τεράστια λάθη τακτικής, ορμώμενος από την καλή του διάθεση και την ευπιστία του.

  Το 1999 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Ουράνια Μηχανική». Είναι ένα ογκώδες, αλλά ελκυστικό βιβλίο, που παρασέρνει τον αναγνώστη με συνεχείς ανατροπές, συνδυάζοντας πεζογραφία, κινηματογραφική πλοκή και στοιχεία τηλεοπτικού σήριαλ μέσα από μια προσπάθεια απόδοσης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες αποτυπώνεται το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής μας. Κανείς δεν χαίρεται πια μ? αυτό που έχει και έχει γίνει πολύ δύσκολο να επικοινωνήσεις με τους άλλους και να συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου.

  Το μυθιστόρημα «Αθώοι και φταίχτες, στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας», 2004, τοποθετείται στην γενέθλια πόλη της, τα Χανιά, ενώ το θέμα της αφορά την ιστορία του τόπου, δοσμένη μέσα από την ιστορία των τουρκοκρητικών οι οποίοι ξεσπιτώθηκαν στην ανταλλαγή των πληθυσμών, πριν την μικρασιατική καταστροφή, όπως περίπου συνέβη και με τους έλληνες της πόλης ή τους ελληνοκύπριους, με αποτέλεσμα τη μείωση του τουρκικού-μουσουλμανικού πληθυσμού. 

  «Τα μαύρα λουστρίνια», 2005, είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο από τα παιδικά χρόνια της πεζογράφου στα Χανιά έως σήμερα στην Αθήνα με κεντρικό άξονα την πορεία της ως συγγραφέας και την ανάγκη της να εκφραστεί μέσω της συγγραφικής δραστηριότητας. Στο μέσο του έργου υπάρχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό αρχείο της. Σ? αυτό η Μάρω Δούκα επιχειρεί να εξηγήσει με ποιο τρόπο γράφει ένα βιβλίο, ποια υλικά χρησιμοποιεί και πώς τα «μαγειρεύει». 

  Το τελευταίο της έργο κυκλοφορεί το 2012, τώρα το Μάρτη, και είναι το «Γιατί εμένα η ψυχή μου». Είναι ένα έργο με δεκαεπτά πεζογραφήματα, γραμμένα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Σ? αυτά η Δούκα μιλά για την κρίση που ερχόταν, για την ανεργία, την απώλεια, τη μοναξιά, τους πολιτικούς πρόσφυγες, τη φτώχεια, την εκμετάλλευση, τους μετανάστες, τον πόλεμο, τους παρίες λαούς, την κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς σ? ένα εφιαλτικό, αν και άδηλο, μέλλον. Αλλά και για την αλληλεγγύη, την αγάπη, την αναζήτηση, τη μνήμη, τον λόγο και την τέχνη που επιμένουν με το λίγο της ψυχής μας κυανό. Το έργο στην ουσία αποτελεί έμπρακτη απάντηση σε όλους εκείνους που υποστηρίζουν ότι οι πνευματικοί άνθρωποι σιωπούσαν και δεν μιλούσαν γι? αυτά που έρχονταν. Η Μάρω Δούκα τους διαψεύδει.

  Το  2010 κυκλοφόρησε «Το δίκαιο είναι ζόρικο πολύ». Για το έργο αυτό θα μιλήσει ο διευθυντής του 3ου Γυμνασίου Φιλόλογος κ. Πέτρος Πιτσιάκκας.

 

 

«Το δίκαιο είναι ζόρικο πολύ»
 Πέτρος Πιτσιάκκας

  Η Μάρω Δούκα, με το μυθιστόρημα "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ" καταπιάνεται με την πρόσφατη ιστορία της γενέθλιας γης της και ανασυνθέτει ένα αποσιωπημένο, εν πολλοίς, ιστορικό γεγονός, σχετικό με την παραμονή των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στα Χανιά, μετά τη λήξη του πολέμου, με εντολή των Άγγλων, προκειμένου να αποφευχθεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος.

  Πού αναζητείται το δίκαιο και πού το άδικο σ' αυτή την ιστορία; Η απάντηση προβάλλει στο μυθιστόρημα και κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη είναι. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει αφού το προφανές δεν είναι επαρκής συνθήκη, ούτε για τη μελέτη της ιστορίας, ούτε βέβαια για την ίδια τη Μάρω Δούκα η οποία δηλώνει:

 «Η απόφασή μου, ακόμη και ενάντια στην όποια συμβατική ιδέα μας για τη λογοτεχνικότητα ενός μυθιστορήματος, ήταν η ανάδειξη της συμπαιγνίας των Βρετανών με τους Γερμανούς και τους λογής «συνεργάτες» εναντίον του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ήδη από το καλοκαίρι του 1944 στην Κρήτη»

  Μέσα στις 567 σελίδες του έργου οι φανταστικοί της ήρωες συναντούν αληθινούς ανθρώπους, αγγέλους, αλλά και καθάρματα. Οι ξένοι προστάτες νοιάζονται μόνο για χρήματα και ευρύτερες γεωγραφικές συμμαχίες. Η οργανωμένη συμμαχική βοήθεια ούτε οργανωμένη ήταν, ούτε επί της ουσίας βοήθεια. Σε πρώτο πλάνο παρουσιάζονται:

  τα οράματα για έναν καλύτερο κόσμο, οι διώξεις, οι ατέλειωτες σφαγές αμάχων, οι προδοσίες, οι άνθρωποι που πολέμησαν τους ιταλογερμανούς και σφάχτηκαν σαν τα αρνιά από τους ίδιους τους έλληνες, οι «πατριώτες» που άλλαζαν στρατόπεδο κάθε φορά που άλλαζε φορά ο αέρας. Το ΚΚΕ που και πάλι χωρίστηκε στα  δύο: απ? τη μια η ελληνική καρδιά κι απ? την άλλη η Μοσχοβίτικη πειθαρχία. Οι άγγλοι, οι ρώσοι, οι γερμανοί, οι έλληνες. Ο δίκαιος αγώνας και η άδικη κατάληξη.

  Διαβάζοντας το έργο νιώθει κανείς θυμό για μια Ελλάδα που αφέθηκε στη μοίρα και τα πάθη της. Κι ακόμα αφήνεται και δεν έχει βάλει μυαλό. Κι ακόμα ψάχνει για το δίκιο της και δεν το βρίσκει γιατί είναι είναι ζόρικο πολύ.

  Η ηρωίδα της Μάρως Δούκα, μια φοιτήτρια από τα Χανιά, που παρατάει τις σπουδές της στην Αθήνα και επιστρέφει στη γενέτειρά της, αφήνοντας πίσω τις αδιέξοδες ερωτικές της σχέσεις, βουτάει στα βαθιά της πρόσφατης Ιστορίας του τόπου της,  που είναι νωπή στις μνήμες, αλλά πολύ σκοτεινή. Τα ερωτήματά της, μάς αφορούν όλους: Πώς και με ποιους όρους γράφεται η Ιστορία; Από ποιες πηγές; Πόσο οι μικρές, ατομικές ιστορίες επηρεάζουν τη μεγάλη Ιστορία και το αντίστροφο; Τι ρόλο παίζουν η μισαλλοδοξία, η παραχάραξη, μα και οι αποσιωπήσεις; Γιατί «πηγές της ιστορίας δεν είναι μόνο τα αρχεία, τα ντοκουμέντα και οι μαρτυρίες. Είναι και η σιωπή», όπως λέει ο παππούς της Βιργινίας, στα τετράδια του. (σελ.119) 

  Το πρώτο ερώτημα της φοιτήτριας Βιργινίας Παγώνη, «γιατί παρέμειναν οι Γερμανοί στα Χανιά έως τον Ιούνιο του 1945, ενώ είχαν επισήμως αποχωρήσει από την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944;» (σελ.16), γεννά πολλά ακόμη ερωτήματα: Γιατί εξακολουθούσαν οι Γερμανοί να έχουν την ευθύνη της τάξης στην πόλη; Ποιος ήταν ο ρόλος των Άγγλων στο νησί και ποια η σχέση των αντιστασιακών οργανώσεων, του ΕΑΜ και της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (ΕΟΚ); Ποιοι εντέλει ευθύνονται για τον εμφύλιο σπαραγμό στην Κρήτη, που είναι ακόμη θέμα ταμπού;

  Ωστόσο, η Μάρω Δούκα δεν γράφει ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα. Η Ιστορία πρωταγωνιστεί και τα ιστορικά πρόσωπα μπλέκονται με τα επινοημένα, αναδεικνύοντας τους καίριους προβληματισμούς που θέτει η συγγραφέας. Διαβάζοντας το ογκώδες και πυκνό βιβλίο γίνεται εμφανής η έρευνα που έχει προηγηθεί. Ντοκουμέντα, ιστορικά στοιχεία, μαρτυρίες και βιβλιογραφικές αναφορές πλημμυρίζουν τις σελίδες. 

  Όλα άρχισαν όταν η ηρωίδα της Δούκα, ανακαλύπτει ένα έγγραφο του αντισυνταγματάρχη Παύλου Γύπαρη, προς τον επίσκοπο Αγαθάγγελο, διοικητή τότε του νησιού, τον Απρίλιο του 1945, που αναφέρει ότι δεν τον αφήνει ασυγκίνητο η πρόταση των Γερμανών να μπει στα Χανιά και να χτυπήσει τους «αναρχικούς», εννοώντας τους ΕΑΜίτες. Οπότε, τίθεται το ερώτημα γιατί έμειναν αμετακίνητοι οι Γερμανοί στα Χανιά, μετά την απελευθέρωση, ενώ αλώνιζαν οι Βρετανοί πράκτορες; Η Βιργινία, προσκολλημένη στον υπέργηρο παππού της, που έκρυβε μυστικά, όπως διαπιστώνει από τις ημερολογιακές σημειώσεις του, τις οποίες της παραδίνει ο θείος της Πανάρης, μπαίνει σε έναν μακρύ και δύσβατο δρόμο αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας και αυτοσυνειδησίας. 

  Διαβάζει στον παππού τον «Ερωτόκριτο», όπως εκείνος επιθυμεί, και συγχρόνως προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι. Αργά και επώδυνα, μέσα από πολλές ατομικές ιστορίες, που μπερδεύουν συχνά τον αναγνώστη, μαθαίνει για το διχαστικό ρόλο των άγγλων, την υποκρισία της ΕΟΚ στις συναντήσεις της με το ΕΑΜ, τις δολοφονίες το καλοκαίρι του 1944 του κομμουνιστή Βαγγέλη Κτιστάκη και του γοητευτικού Μανιού, του λοχαγού αγωνιστή Μανώλη Πιμπλή. Για το παρακράτος, τον Γύπαρη και τον κόσμο του Βενιζέλου. «Παππού, τον ρώτησα, τι γνώμη έχεις εσύ για τον Γύπαρη; Τον θυμάσαι καθόλου; Ποιον; Τον τραμπούκο του Βενιζέλου; Βροντοφώναξε. Πού την είχε βρει τόση φωνή;» (σελ.35). Ο Βενιζέλος, όπως μαθαίνει από το θείο Πανάρη: «?είχε το Γύπαρη για όλες τις βρομοδουλειές, τον είχαν κατηγορήσει άλλωστε και για τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη. Έντιμος ο Λευτεράκης μας, Βιργινία, είχε όμως κι αυτός τις σκοτεινές πλευρές του (...), το παρακράτος του, και ψυχή του παρακράτους του ήταν ο Γύπαρης» (σελ.36).

  Σελίδα τη σελίδα, βλέπουμε «πώς δένονται οι ζωές», σε συνθήκες εμφυλιακές, καιροσκοπισμού και αγώνα, σε μια εποχή όπου πρόσωπα και δυνάμεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή επιρροή στη μεταπολεμική Ελλάδα. 

  «?οι Βρετανοί που στέλνονταν στην Κρήτη, δεν ήταν τόσο για να κάνουν αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς, όσο για να επιτηρούν, μέσα στο πλαίσιο των γενικότερων πολεμικών σχεδιασμών της Μεγάλης Βρετανίας, το νησί. Καμιά φορά, οι σχεδιασμοί τους συνέκλιναν με το πάθος των Κρητικών για λευτεριά. Και τότε είχαμε την περίφημη αγγλοκρητική σύμπραξη σε ενέργειες σαμποτάζ. Όταν όμως φούντωσε η αντίσταση του κρητικού λαού ενάντια στους Γερμανούς, κόντρα ή πέρα απ? τα σχέδια και τις επιδιώξεις των Βρετανών, αντίπαλοί τους πια δεν ήταν οι Γερμανοί, αλλά οι Κρήτες αντιστασιακοί. Στόχος τους ήταν οι αναρχικοί, οι ταραξίαι, οι μπολσεβίκοι, όπως τους έλεγαν. Συλλήβδην όλους τους αντιστασιακούς στο ίδιο σακί. Καμιά διάκριση. Ή μαζί μας ή εχθροί μας». (σελ. 48)

  Απ? όλα αυτά, εύλογα, μπορεί να οδηγηθεί κάποιος στο συμπέρασμα ότι οι Άγγλοι μπροστά σε μια επαπειλούμενη εμφύλια σύρραξη στον Ελλαδικό χώρο, που τυχόν οδηγούσε σε ανατροπή του στρατηγικού τους στόχου, θα προσπαθούσαν να διασφαλίσουν την παραμονή τους, τουλάχιστον στην Κρήτη, ώστε να μην χαθεί ολοκληρωτικά η παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο και ο έλεγχος της απ? αυτούς.

  Σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τ. ΙΣΤ, σελ. 56), «?η ισχνή βρετανική δύναμη δεν αφόπλισε τους υπερδεκαπλάσιους Γερμανούς φοβούμενη αντεκδικήσεις την Κρητικών. Περισσότερο όμως ανησύχησε με το ενδεχόμενο να κυριευθεί ο υπέρβαρος οπλισμός του «Φρουρίου» από τον ΕΛΑΣ. [?] ?η βρετανική διοίκηση ανέθεσε στους Γερμανούς τη φρούρηση μιας περιορισμένης περιοχής με τον υπόλοιπο οπλισμό, ώσπου να διατεθούν τα πλωτά μέσα για τη μεταφορά τους στη Μέση Ανατολή στις αρχές Ιουλίου. 

Υπόθεση 

  Στο ιστορικό μυθιστόρημα «Το δίκαιο είναι ζόρικο πολύ» η πρωταγωνίστρια Βιργινία, με φορτωμένη την ψυχή της από την αυτοκτονία του πατέρα της, από την διαταραγμένη σχέση με τη μητέρα της κι από το θάνατο του εξαρτημένου από τις ουσίες φίλου της, διακόπτει τις σπουδές της στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, επειδή διαπιστώνει πως σιγά σιγά στεγνώνει από φιλοδοξίες, και επιστρέφει στα Χανιά. Όπως λέει: «Ένιωθα σαν να βρισκόμουν στην άκρη ενός δρόμου απ? όπου χαζολογούσα τους περαστικούς»

  Επιστρέφοντας στα Χανιά, βρίσκει ψυχική θαλπωρή κοντά στον υπέργηρο παππού της, από την πλευρά της μητέρας της, ο οποίος υπήρξε σημαίνον πρόσωπο της χανιώτικης κοινωνίας, γιατρός, δημοκρατικός φιλελεύθερος που συνεργάστηκε με το ΕΑΜ στην Κατοχή και μεταπολεμικά βουλευτής του Κέντρου. Κάθε Πέμπτη η Βιργινία επισκέπτεται τον παππού, ο οποίος ζει με τον γιο του Πανάρη και με τη Γεωργιανή Νίνο, που τον φροντίζει, και συζητά μαζί του διαβάζοντάς του αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο

  Σε μία απ? αυτές τις αναγνώσεις, η Βιργινία βρίσκει, μέσα στο βιβλίο, ένα έγγραφο από το οποίο διαπιστώνει ότι, τον Απρίλιο του 1945, ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης απευθύνεται στο Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο, που ήταν υπεύθυνος για τη διοίκηση της Κρήτης στην Κατοχή, και τον πληροφορεί πως βλέπει με θετικό μάτι την πρόταση των Γερμανών να μπει στα Χανιά με τους άνδρες του και να χτυπήσει τους ΕΛΑΣίτες. Η νεαρή γυναίκα αναρωτιέται τι γύρευαν οι Γερμανοί στα Χανιά την Άνοιξη του 1945, ενώ η χώρα είχε απελευθερωθεί τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. 

  Αναζητώντας απαντήσεις προστρέχει στην καθοδηγητική, κυρίως ως προς την εύρεση βιβλιογραφίας, βοήθεια του θείου της Πανάρη, αδελφού της μητέρας της Ελεονόρας η οποία ήταν παιδίατρος και αλκοολική. Ανατρέχει λοιπόν σε βιβλία, που αναφέρονται στην εποχή που ερευνά, αλλά την ουσιαστική βοήθεια τη βρίσκει στις σημειώσεις του παππού της. Οι σημειώσεις αυτές, που γράφτηκαν ως αναμνήσεις, χρόνια μετά τα συμβάντα, αναφέρονται στα συμβάντα, κατά τη διάρκεια της Κατοχής στο νησί, καθώς και στο ρόλο που έπαιξαν οι Άγγλοι πράκτορες και οι αντιστασιακές οργανώσεις Παγκρήτιο Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ Κρήτης θα λέγαμε, και Ανωτάτη Επιτροπή Αγώνος Κρήτης και αργότερα Εθνική Οργάνωση Κρήτης, τον ΕΔΕΣ Κρήτης κατ? αντιστοιχία. 

  Ερευνώντας, η Βιργινία, θα ανακαλύψει πως οι κατακτητές παρέμειναν στην Κρήτη, και ιδίως στην περιοχή των Χανίων, πολλούς μήνες, μετά την απελευθέρωση, μέχρι τον Αύγουστο του 1945, σε συνεννόηση με τους Άγγλους και τις εθνικιστικές οργανώσεις, με καθαρό, μοναδικό, στόχο να εμποδίσουν το ΕΑΜ να αναλάβει την εξουσία στο νομό. Έτσι, στο χρονικό διάστημα από τον Μάιο ως τον Ιούνιο του 1945, οι Άγγλοι και οι ντόπιοι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης θα αποδυθούν σε αγώνα δρόμου και σε ανηλεή διαγκωνισμό για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στα απελευθερωμένα Χανιά. 

  Καθ? όλη όμως τη διάρκεια της Κατοχής συνέβησαν στα Χανιά γεγονότα συνταρακτικά που αφορούσαν, πολλές φορές, στην ίδια την ύπαρξη ανθρώπων, οι οποίοι θερίστηκαν από τα δρέπανα των συμφερόντων. Ο παππούς τα καταγράφει κι η εγγονή διερευνά τις γωνίες που δεν φωτίστηκαν από την οπτική του παππού της και ζητά να μάθει την καταγωγική της αλήθεια, όχι μόνο ως γόνος της οικογένειας Κριαρά, αλλά και ως κρητικιά, ως ελληνίδα, κυρίως όμως ως νέα γυναίκα στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Θέλει να μάθει όλα εκείνα που κρατήθηκαν καλά κρυμμένα στα κλειστά αρχεία της καθεστωτικής αποσιώπησης, παρασιώπησης και διαστρέβλωσης. 

  Η Βιργινία, μέσα από αυτή τη διαδικασία αναζήτησης, όταν ο παππούς κλείσει τα μάτια του, θα έχει στο χέρι της το διαβατήριο της γνώσης και την ταυτότητα της αυτογνωσίας, ώστε να είναι σε θέση να πει: «?ξέρεις γιατί δικαιούμαι ν? αφήσω πίσω μου τον 20ο αιώνα; Επειδή πλήρωσα τα διόδια για τον 21ο?» (σελ. 564. στον Πανάρη). Και μπορεί να το πει γιατί γνωρίζει πλέον ότι στη διάρκεια της εξέλιξης των κοινωνιών οι άνθρωποι αφήνουν το σημάδι τους, που θα επηρεάσει τη ζωή και των ανθρώπων που θα υπάρξουν αργότερα, όχι μονάχα με το καλό, με την αρετή, με την αξιοπρέπεια, με την εντιμότητα, με το δίκιο, αλλά και με το κακό, την υστεροβουλία, την εξαπάτηση, την ατιμία, την προδοσία, το έγκλημα, το ψέμα, το άδικο. Κι ακόμα χειρότερα, πολλές φορές, και με τα δυο μαζί, ταυτόχρονα, όπως, για παράδειγμα, όταν κάνεις μια πράξη απόδοσης δικαιοσύνης με την οποία θα αδικήσεις κάποιον ή κάποια αξία της ζωής. Έτσι ακριβώς όπως η εγγονή Βιργινία μεταφέρει τα λόγια του παππού: «?το δίκιο, δυστυχώς, ποτέ δεν είναι μόνο δίκιο. [?] Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, κι όσο πιο ζόρικο τόσο και πιο συχνά λημεριάζει με τ? άδικο. Κι όμως έχει μεγάλη σημασία να ξέρουμε προς τα πού κλίνει το δίκιο κάθε φορά. Κι ας καθρεφτίζεται αντικριστά με το άδικο, χαμογελώντας, χαιρέκακα κι αυτό, για να μας δείχνει τα δόντια του?» (σελ. 565)

Το βιβλίο εδράζεται σε δύο πυλώνες-ερωτήματα:

  • Πώς και γιατί οι Γερμανοί «αποκλείστηκαν» στα Χανιά ως τον Ιούνιο του 1945;
  • Και τι θα μπορούσε να σημαίνει ότι για δύο μήνες, Μάιο και Ιούνιο του 1945, έπειτα απ? την επίσημη παράδοση της Γερμανίας, παρέμεναν, με εντολή των Βρετανών, υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξεως στην πόλη;

Αυτά τα δύο ερωτήματα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου, του οποίου η αγωνία εκφράζεται από τα παρακάτω ερωτήματα:


  Ποια είναι η θέση μας στον κόσμο και ποιες οι επιπτώσεις των γεγονότων στη ζωή μας; Πώς το φανταστικό διαπλέκεται με το πραγματικό, το επινοημένο με τις ποικίλες εκδοχές του, το απλό με το πολύπλοκο, το σημαντικό με το ασήμαντο, το ατομικό με το συλλογικό, το σήμερα με το χθες; Οι Γερμανοί, οι Βρετανοί. Οι συνεργάτες, οι συναγωνιστές, οι αντίπαλοι. Ποιοι οι κακοί και ποιοι οι καλοί; Ποιοι οι εχθροί και ποιοι οι φίλοι; 

  Στο «Δίκιο είναι ζόρικο πολύ» η πρωταγωνίστρια υφαίνει ένα χρονικό μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Ο τόπος είναι,  πρωτίστως, τα Χανιά και, δευτερευόντως, η Κρήτη, ενώ ο χρόνος είναι βασικά οι μήνες που μεσολάβησαν από τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, έως την αποχώρηση της γερμανικής φρουράς από τα Χανιά, αλλά και ολόκληρη η κατοχή. Οδηγός στην αναζήτησή της αυτή είναι τα τετράδια- απομνημονεύματα του παππού της που έζησε από πρώτο χέρι την εποχή.

.  Από την αρχή του βιβλίου η Βιργινία, με την ερωτηματική σκέψη «Πού χωνόμουν;» (σελ. 40), αναρωτιέται για το βάρος της απόφασής της να εισχωρήσει ερευνητικά, συμπάσχοντας κι όχι σαν αποστασιοποιημένη μεταπτυχιακή ερευνήτρια, στην μικροϊστορία, που σημάδεψε τη ζωή και σημαδεύτηκε από τις πράξεις ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους είναι συγγενικά της πρόσωπα, στα ευρύτερα πλαίσια της Ιστορίας. Όσο κι αν αναρωτιέται, τόσο βαθύτερα θέλει να ερευνήσει και να γνωρίσει. 

  Ωστόσο στην έρευνα αυτή, μπορεί αφ? ενός η αξίνα να χτυπήσει πάνω σε χαλκευμένα τεκμήρια τα οποία θα οδηγήσουν σε λάθος δρόμο, ή, ακόμη, ότι μπορεί κάποια συμφέροντα, παρ? ότι κινούνται από πρόθεση αγαθή, να παρέχουν πληροφορίες ελλιπείς, αφ? ετέρου ότι η καταβύθιση στην Ιστορία και στην κοινωνική μνήμη την οδηγεί στην αυτογνωσία. (Η Βιργινία στην παιδική της ηλικία λαμβάνει από τη μητέρα της ένα μάθημα που αφορά στην έρευνα. Η μητέρα σε κάποια γωνιά του κήπου στο πατρικό σπίτι θάβει λίγα αγαλματίδια και κάποτε παρακινεί την κόρη της να σκάψει. Η μικρή ανακαλύπτει ένα επιχρυσωμένο αγαλματάκι.)(σελ.70)

Τα ερωτήματα:

  Πώς και με ποιους όρους γράφεται η Ιστορία, από ποιες πηγές και ποια ντοκουμέντα; Και η οπτική γωνία; Πότε και πώς βλέπεις κάτι, πότε και πώς δεν το βλέπεις; Και η δική σου όχθη στο μεγάλο ποτάμι; Απ? όποια θέση κι αν βρίσκεσαι, σου αρκούν τα πολιτικά «φιλαράκια» σου, οι μαρτυρίες, οι αναμνήσεις και τα λογής χρονικά τους; (σελ. 208) Και η μισαλλοδοξία; Η παραχάραξη; Οι ιδεοληψίες; Οι αποσιωπήσεις; Όλα αυτά τα ερωτήματα αποτελούν τον πυρήνα του βιβλίου. 

  Σε αρκετά σημεία του βιβλίου τίθενται ερωτήματα σχετικά με γεγονότα της Ιστορίας που δεν φωτίστηκαν αποτελεσματικά από την έρευνα ή αποσιωπήθηκαν ηθελημένα.

  Η Βιργινία θα αναρωτηθεί: «? Όλα λοιπόν είναι υπόθεση οπτικής γωνίας; Βλέπουμε ή δεν βλέπουμε κάτι πάντα σε σχέση με το φως και σε συνδυασμό με τη θέση μας απέναντί του;» (σελ.84). Και κάπου αλλού θα σκεφτεί: «?Είναι πολλά όσα δεν ξέρουμε κι ούτε θα μάθουμε ποτέ». Και παρακάτω, με αφορμή μια μονογραφία για τα γεγονότα στα Χανιά θα διαπιστώσει πικρά: «?είναι να θαυμάσεις για άλλη μια φορά πώς θα μπορούσες να παραχαράξεις ένα γεγονός χωρίς να πεις το παραμικρό ψέμα, απλώς και μόνο αποσιωπώντας ή και στρέφοντας αλλού το βλέμμα». 

  Επίσης διατυπώνεται η άποψη  ότι «η τοπική  ιστορία πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία διότι οι μικρές, οι τοπικές, οι αφανείς ιστορίες είναι που κάνουν τη Μεγάλη» (σελ.520)

  Το μυθιστόρημα αποτελεί τη Σύνοψη του αγώνα του κρητικού λαού ενάντια στον κατακτητή αλλά και του εσωτερικού αγώνα, του άτυπου εμφυλίου, που διεξήχθη παράλληλα με τη γερμανική Κατοχή στο Νησί. Γι? αυτό και στη μυθιστορηματική δράση, μετέχουν και πρόσωπα υπαρκτά τα οποία διαδραμάτισαν ρόλους στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου που αποτελεί τον ιστορικό και κοινωνικό καμβά του βιβλίου.

 Μέσα από τις σελίδες του έργου προσεγγίζεται το θέμα του εμφυλίου πολέμου και η στάση της αριστεράς. Συζητώντας ο κομμουνιστής Βαγγέλης Κτιστάκης, ο αφοσιωμένος στο κόμμα, αλλά ποτέ απόλυτος (σελ.104), με το μυθιστορηματικό παππού, όπως ο τελευταίος αναφέρει στις σημειώσεις του, από το 1942 του λέει: 

«?ακριβώς επειδή πιστεύω στον κομμουνισμό, το ξέρω πως δεν ήρθε ακόμη η ώρα του σ? εμάς εδώ, σηκώσαμε κεφάλι, όσο ελάχιστοι, στον κατακτητή, δεν το σηκώσαμε όμως σαν οραματιστές, το σηκώσαμε σαν ανυπότακτοι, κι αυτό εμείς οι κομμουνιστές οφείλουμε να το σεβαστούμε, να σεβαστούμε τον λαό που συμπορεύεται μ? εμάς, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι πρέπει να τον σύρουμε και παραπέρα, ως εκεί που δεν είναι ακόμη έτοιμος» (σελ 192). 

  Επίσης η αφίσα από το έργο του Γκόγια (Ισπανός ζωγράφος 1750-1828) «Ο Κρόνος τρώει ένα από τα παιδιά του», που βρίσκεται στο γραφείο του μυθιστορηματικού Πανάρη (σελ. 504), αποτελεί το εικαστικό, θα λέγαμε, σχόλιο της Δούκα για τον Εμφύλιο και γενικότερα την κατάρα της φυλής μας να αλληλοσπαρασσόμαστε, την κατάρα της Ελλάδας να τρώει τα παιδιά της.

  Ακόμη, μέσα από την παρακάτω σκηνή, που δημιουργεί τον Ιούλιο του 1945, την οποία αναθυμάται η μυθιστορηματική Βιργινία, τοποθετώντας παρόντα και τον δημιουργημένο από τη ίδια μυθιστορηματικό επονίτη Στέφανο, σχολιάζεται η στάση της ηγεσίας της αριστεράς απέναντι στους λαϊκούς αγωνιστές: 

«?ένας ελασίτης καπετάνιος με πλήρη εξάρτυση, δίκοχο, κιάλια, κλπ, μπαίνει με τ? άρματά του στην πόλη. Το είχε τάμα, λέει στον Στέφανο, να περπατάει και ν? ακούει τα τακούνια του στο πλακόστρωτο. Κινούνται οι δυο τους προς την εφημερίδα «Δημοκρατία». Και τι να δουν; Μπροστά τους ολοζώντανο τον γραμματέα Μήτσο Βλαντά στο πεζοδρόμιο να μιλάει μ? έναν δημοσιογράφο. Αλλά εκεί που άπλωνε χαρούμενος το χέρι του ο ελασίτης στον τιμημένο γραμματέα, ο γραμματέας τον κάρφωσε μπλαβισμένος από οργή, τι κάνεις εσύ εδώ; τον αποπήρε, κι ύστερα, σαν να μετάνιωσε, τον έδειξε στον δημοσιογράφο κι άρχισε να χασκογελάει: Μασκαράδες έχουμε; Έσκυψε ο καπετάνιος το κεφάλι. Και τι να καταλάβει ο Στέφανος; [?] Καλός δηλαδή ο ελασίτης, όταν τον ήθελαν στο βουνό, και τώρα που δεν τον ήθελαν, μασκαράς;»? (σελ. 489). 

  Αλλά και σε ότι αφορά τα οράματα της αριστεράς, που ενέπνευσαν τους λαϊκούς αγωνιστές στην Αντίσταση, και τροφοδότησαν το πάθος αυτοθυσίας και αυτοκαταστροφής τους στον Εμφύλιο αργότερα, σκιαγραφείται η διάψευσή τους στην ακόλουθη αφήγηση της Βιργινίας που αναφέρεται στην εμπειρία του επινοημένου Στέφανου Βούρου, επονίτη στην Κατοχή, Μακρονησιώτη αργότερα, βιοτέχνη επίπλων στο τέλος του 20ου αιώνα: 

«?χρόνια αργότερα, έπειτα από ένα ταξίδι αναψυχής στη Σοβιετική Ένωση, θα σκεφτεί πικραμένος: Μπορούσες τότε να το φανταστείς, κακόμοιρο, ότι ο εικοστός αιώνας του πιο ελπιδοφόρου διεθνισμού θα κατέληγε στην πιο τυφλή μορφή εθνικισμού, στις γιγαντοαφίσες του Μπρέζνιεφ και του Μάο Τσε Τουγκ; Μπορούσες να το περιμένεις ότι το ίνδαλμά σου εκείνα τα μαύρα χρόνια ο Μήτσος Βλαντάς θα έφτανε το 1976 να παραδεχτεί, μιας και χαράχτηκε στο πετσί του, ότι η νέα ζωή στη σοβιετική πατρίδα, η ωραία, η καλή ζωή που λαχτάρησες κι εσύ παιδί, ήταν ακόμη πιο άδικη, ακόμη πιο υποκριτική, ακόμη πιο ταξική απ? τη ζωή στις χώρες του καπιταλισμού;»?(σελ.558). 

Πρόσωπα

  Η νεαρή Βιργινία επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο κι επιστρατεύει την φιλοπερίεργη πλευρά του χαρακτήρα της και προσπαθεί να βρει ένα νόημα ζωής ερευνώντας την παρασιωπημένη ιστορία της Κατοχής στα Χανιά. Όσο ψάχνει τόσο περισσότερα ερωτήματα προβάλλουν και άλλο τόσο βλασταίνει η αμφισβήτηση για την αλήθεια και την ειλικρίνεια των πηγών πληροφόρησης, άλλο τόσο γιγαντώνεται το πάθος για δικαιοσύνη. Επιμένει να μάθει αυτά που η θεσμοθετημένη γνώση, μέσα από την εκπαίδευση της απέκρυψε. Επιμένει γιατί πιστεύει ότι η απώλεια της ατομικής ή συλλογικής μνήμης είναι απώλεια αξιοπρέπειας. Η Βιργινία μέσα από αυτή τη διαδικασία απολυτρώνεται. Και στο τέλος θα εκφράσει ευγνωμοσύνη στον παππού της με τα λόγια:

«μόνο μέσα απ? τον δικό σου μύθο θα μπορούσα να βυθιστώ στην Ιστορία, και μόνο μέσα απ? το βύθισμά μου στην Ιστορία θα μπορούσα να αναζητήσω τον δικό μου μύθο, τη δική μου συνείδηση». 

   Ο παππούς Γιώργης Κριαράς, αστός, γιατρός, συνεργάστηκε με το ΕΑΜ χωρίς να ενταχθεί, αργότερα βουλευτής του Κέντρου, είναι ένα πρόσωπο που το παρελθόν του αποκαλύπτεται σιγά σιγά και μάλιστα, εν πολλοίς μέσα από την ανάγνωση του γραπτού των αναμνήσεών του.  Ο Γιώργης Κριαράς στέκεται κριτικά απέναντι σε λάθη της Αριστεράς, και όταν η συνείδησή του εξεγείρεται προβαίνει σε μια ακραία πράξη απόδοσης δικαιοσύνης για την οποία θα τον βασανίζουν οι ενοχές ως να πεθάνει. 

    Ο θείος της Βιργινίας Πανάρης Κριαράς λειτουργεί ως καθοδηγητής στην ερευνητική πορεία της Βιργινίας. 

  Η αδελφή του Ελεονόρα, μητέρα της Βιργινίας, παιδίατρος αλκοολική, χαρακτηρίζεται από την Βιργινία ξιπασμένη, αλλά σεμνή, κατά τα άλλα, αρχοντοκνίτισσα

   Ένα άλλο πρόσωπο είναι ο Χάινριχ, του οποίου ο αυστριακός παππούς, απ? τη μεριά της μητέρας του, πολέμησε στην Κρήτη. Έχει μια σχέση με τη Βιργινία που κινείται ανάμεσα στη φιλία και στον έρωτα, αλλά τελικώς αποδεικνύεται ατελέσφορη. 

   Τέλος υπάρχει ένα σχεδόν βουβό πρόσωπο, αυτό της Γεωργιανής Νίνο, που φροντίζει τον παππού. Μέσα από την Νίνο, η Δούκα, ιχνογραφεί πλευρές της συμβίωσής μας με τον αλλοεθνή Άλλο, συμβίωση με εξαρτημένη σχέση εργασίας.

  Το «δίκιο» της κ. Δούκα είναι ένα βιβλίο ολοκληρωμένο, στοχαστικό, με αλυσίδα γεγονότων, από την ιστορία του κρητικού τόπου, γύρω από τη γερμανική κατοχή του. Δε χρειάζεται να συγκρατήσει ο αναγνώστης του τα γεγονότα στην ακριβή διάσταση και αλληλουχία τους. Έχει άπειρα ατού και διαβάζεται πρωτίστως για την επεξεργασία των γεγονότων, τις σκέψεις πάνω σ? αυτά, τις διαπιστώσεις για τον άνθρωπο, τα κριτήρια που μας καθοδηγούν και σημαδεύουν τη δράση μας. Είναι μεν λογοτεχνικό αλλά διεκδικεί και την ιστορική ακρίβεια. Παρόλα αυτά η λογοτεχνική του αξία είναι κυρίαρχη. Αυτό που η ψυχολογία θα το  έλεγε επιστημονικά και δυσνόητα για τους πολλούς, μας το λέει ξεκάθαρα: 

-Καλή η παλικαροσύνη, αλλά καλύτερη, πολύ καλύτερη η σύνεση (σελ.476) (μετά τη δολοφονία ενός γερμανού στρατονόμου)

-Πράξη που δε μαθεύεται δεν έχει υπερηφάνεια. Πράξη χωρίς υπερηφάνεια δεν είναι πράξη. Και τί είναι ο άνθρωπος; Οι πράξεις του (496). (μετά από τη μυστική εκτέλεση του Παπαγιαννάκη από τον παππού της Βιργινίας και τη φυγή του στην Αθήνα μέχρι να κάτσει ο κουρνιαχτός, για να μη μαθευτεί). 

  Το «Δίκιο» είναι βιβλίο με ιδιότυπη, σκληρή γλώσσα, με άτακτες φράσεις, με μια ηθελημένη αφροντισιά, που μιμείται τη ροή του προφορικού λόγου, δίνοντας την εντύπωση του τυχαίου. 

  Είναι ένα πολύ προσεκτικά δομημένο μυθιστόρημα, με άποψη, που δεν υποκύπτει σε αναγνωστικές ευκολίες. Έχει τη δόση της ιστορίας, που κατά τη γνώμη της συγγραφέως χρειάζεται, και όχι λιγότερη. Όσοι δεν είναι ερωτευμένοι μ? αυτή, ίσως βρουν περιττές τις  ιστορικές λεπτομέρειες, που περιλαμβάνονται σ? αυτό. Ο αναγνώστης όμως, ας έχει υπόψη του πως, όταν καταπιάνεται κανείς με την ιστορία, θέλει να ξέρει πρωτίστως τι έγινε και μετά να καταλήξει στο ποιος «είχε δίκιο».

  Η Μάρω Δούκα έγραψε ένα πολύ καλό ιστορικό μυθιστόρημα αυτογνωσίας για το ζόρικο δίκιο στην Ιστορία. «Κι όσο πιο ζόρικο, τόσο πιο συχνά λημεριάζει με τ? άδικο».

Ναύπακτος 17 /3 / 2012