ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΙΜΑΡΕΤ
Στη σκιά του ρολογιού 


Πατήστε εδώ για να δείτε την Παρουσίαση


Προσφώνηση

Πέτρος Πιτσιάκκας
Διευθυντής 3ου Γυμνασίου

Εξαιτίας της γενικότερης κρίσης, προβληματιστήκαμε για το αν θα συνεχίσουμε την προσπάθεια παρουσίασης κάποιου έργου ενός Έλληνα συγγραφέα, μια προσπάθεια που ξεκίνησε πριν από 5 χρόνια και έχει γίνει πλέον θεσμός.

Ωστόσο, αποφασίσαμε να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα, που μας πληγώνει, από το βαθιά υλικό και εφήμερο και να σκεφτούμε κάτι καλύτερο απ? αυτό που είμαστε. Γι? αυτό και βάλαμε στις προτεραιότητες μας το ουσιώδες, γιατί δεν θέλουμε να γυρίζουμε πίσω, ενώ πιστεύουμε ότι μένουμε στο ίδιο σημείο.


Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης συνεχίζουμε, και σήμερα παρουσιάζουμε το βραβευμένο από τους αναγνώστες μυθιστόρημα «Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού», του καταξιωμένου πλέον συγγραφέα κ. Γιάννη Καλπούζου τον οποίο έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε και τον οποίο ευχαριστούμε που ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση μας.



Ταυτόχρονα ευχαριστούμε και όλους εσάς που στηρίζετε αυτή μας την προσπάθεια και αποδεικνύετε ότι και στις δικές σας προτεραιότητες είναι το ουσιώδες.




Την εργογραφία του συγγραφέα θα μας παρουσιάσει
η μαθήτρια Μπούσγου Ελεάνα:


Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε στο χωριό Μελάτες της Άρτας το 1960. Από το 1982 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το 2000 από τις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα" εκδόθηκε η ποιητική συλλογή "Το νερό των ονείρων" και το μυθιστόρημα του "Μεθυσμένος δρόμος". Το 2002 από τις εκδόσεις "Κέδρος" εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Μόνο να τους άγγιζα". Το 2005 από τις εκδόσεις "Άγκυρα", εκδόθηκε το μυθιστόρημά του "Παντομίμα Φαντασμάτων". Από τις εκδόσεις "Ίκαρος" εκδόθηκαν οι ποιητικές συλλογές του "Το παραμιλητό των σκοτεινών Θεών" (2006) και "Έρωτας νυν και αεί" (2007). Με τη δεύτερη συλλογή ήταν υποψήφιος στη "μικρή λίστα" για το κρατικό βραβείο ποίησης 2008.


Ακόμη, από το 1995 έχει υπογράψει τους στίχους 67 τραγουδιών μεταξύ των οποίων τα: "Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου" που ερμήνευσε η Γλυκερία, "Δέκα μάγισσες" με τον Γιάννη Σαββιδάκη, "Τι μου 'χει λείψει" με την Ελένη Πέτα, "Γιατί πολύ σ' αγάπησα" με τον Ορφέα Περίδη κ.ά. καθώς και 18 στίχους για το παιδικό θεατρικό "Τρυφεράκανθος".


Στα μέσα Νοεμβρίου 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Μεταίχμιο" το ιστορικό μυθιστόρημά του με τίτλο "Ιμαρέτ" και υπότιτλο "Στη σκιά του ρολογιού", που κέρδισε το βραβείο αναγνωστών 2009. Το Ιμαρέτ μεταφράζεται στα τουρκικά και στα ιταλικά, ενώ κυκλοφορεί και σε audio book. Το Μάιο του 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Μεταίχμιο" το ιστορικό μυθιστόρημά του με τίτλο "Άγιοι και δαίμονες" και υπότιτλο "Εις ταν Πόλιν".

Το Μάρτιο του 2013 θα κυκλοφορήσει, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, το μυθιστόρημα «Ουρανόπετρα, Η δωδέκατη γενιά».

Για το «Ιμαρέτ, Στη σκιά του ρολογιού» θα μας μιλήσει ο διευθυντής του σχολείου φιλόλογος κ. Πιτσιάκκας Πέτρος. Αποσπάσματα διαβάζει ο μαθητής Καπεντζώνης Νικόλαος.


Σχολιασμός τίτλου

Στα χρόνια των Οθωμανών τα ιμαρέτ ήταν συγκροτήματα οικοδομημάτων που αποτελούσαν το επίκεντρο της ανάπτυξης της πόλης με το Τζαμί, την αγορά, τους χώρους φιλοξενίας και διαμονής των ξένων εμπόρων και των ταξιδιωτών. Κάθε πόλη είχε τουλάχιστον ένα ιμαρέτ, συχνά όμως οικοδομούσε περισσότερα, γιατί κάθε προγραμματισμένη επέκταση της πόλης συνοδευόταν από την προσθήκη ενός νέου ιμαρέτ ώστε γύρω του να αναπτυχθεί ο κοινωνικός ιστός. Τα ιμαρέτ είχαν όμως και έναν ευαίσθητο κοινωνικό ρόλο. Προσφέρανε τροφή σε ταξιδιώτες, ενώ λειτουργούσαν και ως ορφανοτροφεία και πτωχοτροφεία, ξορκίζοντας τις ανισότητες μέσω της φιλανθρωπίας και της φιλευσπλαχνίας

Στην Κωνσταντινούπολη είχαν φτάσει να ταΐζουν ημερησίως 30.000 ανθρώπους. Τα σύγχρονα ιμαρέτ λειτουργούν στις ενορίες της πόλης μας, όπως και σε πολλές άλλες, με την επωνυμία Σύνδεσμοι Αγάπης με ένα πλούσιο φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο.




Η ιστορία του μυθιστορήματος τοποθετείται στην Άρτα στο β? μισό του 19ου αιώνα, όταν τα εδάφη της περιοχής κατέχουν οι Τούρκοι και η Ελλάδα είναι ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος. Το βιβλίο, βασιζόμενο σε δύο πρόσωπα, με άρρηκτη αδελφική φιλία, τον Έλληνα Λιόντο και τον Τούρκο Νετζίπ, εξιστορεί την πορεία της μεικτής εθνολογικά κοινωνίας της Άρτας από το 1854 μέχρι και το 1882. Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι ζουν κάτω από το ίδιο Ιμαρέτ  και το πολύπλοκο μηχανικό ρολόι, αγαπημένο των δύο φίλων και του παππού του Νετζίπ.

Οι ήρωές του, Ελληνες, Τούρκοι και Εβραίοι, συνυπάρχουν και αφηγούνται, διαδοχικά, τη ζωή τους, σε μια ιστορική περίοδο άγνωστη στο πλατύ κοινό. Ο αναγνώστης γνωρίζοντας τις αλήθειες του παρελθόντος, θ' αντικρίσει καθαρότερα και τις αλήθειες του παρόντος χρόνου

Το βιβλίο είναι ταυτόχρονα ιστορικό - κοινωνικό  μυθιστόρημα και οικογενειακή βιογραφία. Παρακολουθεί την ιστορία της πόλης μέσα από δυο οικογένειες. Με αφήγηση που εναλλάσσεται ανάμεσα στα αφορούντα το Λιόντο και τον Νετζίπ ο αναγνώστης έχει την τύχη να διαβάζει και να βλέπει διαρκώς και την άλλη πλευρά.

Με μοναδική εξαίρεση το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο που ανήκουν δικαιωματικά στον αφηγητή, η ιστορία ξεκινά με μια γέννηση κι έναν θάνατο. Την ώρα που ο μικρός Λιόντος γεννιέται, ο πατέρας του πέφτει βαρύτατα χτυπημένος από χέρι φονικό.

Την ίδια ώρα, στο απέναντι σπίτι γεννιέται κι ο Τούρκος Νετζίπ. Τρία χρόνια θα θηλάσει διπλά η μάνα του Νετζίπ. Νετζίπ και Λιόντος γίνονται ομογάλακτοι και το γάλα αυτό θα τους δέσει για πάντα σαν αίμα. Μια περιγραφή των δύο δίνει ο Λιόντος:

[?]Αρχές του 1869 συμπληρώναμε με τον Νετζίπ τα δεκαπέντε. Είχαμε το ίδιο μπόι, όμως στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δεν μοιάζαμε καθόλου. Ξανθός εγώ, μελαχρινός ο Νετζίπ. Γαλανά μάτια εγώ, μαύρα εκείνος. Η μύτη μου στράβωνε ελαφρά στη μέση της, ολόισια του Νετζίπ. Μικρά τα? αυτιά μου, ευμεγέθη τα δικά του. Κανονικά τα χείλη μου, σαρκώδη εκείνου. Μακρύς και λεπτός ο λαιμός μου, κοντός ο δικός του. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς βυζάξαμε το ίδιο γάλα. Λες και κάθε βυζί της μάνας μου να? χε διαφορετικό γάλα» με πείραζε ο Νετζίπ. «Όχι μάνα σου! Μάνα μας!» αποκρινόμουν.[?]

Από τη μια λοιπόν ο Τούρκος Νετζίπ, που κάνει τα πάντα για να φοιτήσει στο ελληνικό σχολείο.

[?]Την ίδια εποχή ο Νετζίπ έδινε μάχη να εισαχθεί στο Ελληνικό Σχολείο, αντιμετωπίζοντας πλείστες όσες δυσκολίες. Ευθύς εξαρχής προσκόμισε πιστοποιητικό δια την κατ? οίκον διδασκαλία του, όπως όριζε ο κανονισμός για όσους δεν φοίτησαν στην Αλληλοδιδακτική Σχολή. Επιπλέον ασκήθηκαν ασφυκτικές πιέσεις στη σχολική εφορεία προκειμένου να του επιτρέψουν να μετάσχει στην εξεταστική διαδικασία. Η άδεια δόθηκε πιθανότατα με την ελπίδα να αποτύχει. Ο Νετζίπ διέψευσε τις προσδοκίες τους και αρίστευσε στις εξετάσεις. Επιπλέον προβληματίζονταν για το παράδειγμα που θα έδινε ο μουσουλμάνος μαθητής μην μετέχοντας στον εκκλησιασμό και τη στάση που θα κρατούσε τις ώρες της διδασκαλίας των μαθημάτων κατήχησις της ορθοδόξου πίστεως, Ιερά ιστορία και Ελληνική γενική ιστορία. Επί αυτών ο Νετζίπ ζήτησε ακρόαση από το σχολάρχη, όπου δήλωσε με παρρησία και σιγουριά: «Θα συμμετέχω εις όλας με ευλάβεια, επιμέλεια και σεβασμό»[?].

Ο Νετζίπ με τα δύο αδέρφια, τον στρατιωτικό Ντογάν που προασπίζεται με σθένος καθετί οθωμανικό, σε σημείο που να στραφεί εναντίον της ίδιας του της οικογένειας και τον Μπεχζάτ που δίνει παραστάσεις καραγκιόζη και καταπιάνεται με τον κινηματογράφο.

Έχει επίσης δυο αδερφές που η μια κατακρεουργείται από τον άντρα της γιατί έγινε μοιχαλίδα και η άλλη αποδέχτηκε τη μοίρα της συζύγου.

Έχει επίσης για παππού τον Ισμαήλ Μπέη, που με τους θρύλους και τις παραδόσεις, που αφηγείται στα δυο παιδιά, μας δίνει μια νοσταλγική και όμορφη εικόνα του χτες της Άρτας και που με το ένστικτό του, αλλά και τη σοφία που τον διακατείχε, προέβλεπε τις τελευταίες ανάσες της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

[?]«Όπως έλεγα?» συνέχισε ο παππούς Ισμαήλ «το νερό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Άρτα στέρεψε. Πίνουμε τις τελευταίες σταγόνες του». «Δεν το πιστεύω?» απάντησε ο Λιόντος.  «Ένα όνειρο ήταν για μας τους Έλληνες και πάει».

«Καλό όνειρο για σας, κακό για μας» μονολόγησε ο παππούς Ισμαήλ. «Όμως το όνειρο που λες σύντομα θα βγάλει λουλούδια και αγκάθια».

«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» ρώτησε ο Λιόντος.

«Όταν το φρούτο αρχίζει να σαπίζει, πέφτει. Και το δικό μας φρούτο έχει από καιρό σαπίσει. Αντίθετα το δικό σας τώρα σχηματίζεται κι έχει το πάθος να ωριμάσει. Μπορώ και τα βλέπω όλα καθαρά»[?].

Ο Νετζίπ που γνωρίζει την Καλίλα, χορεύτρια σε μπουλούκι, και την απαγάγει, για να τον εξορίσει ο πατέρας του από την οικογενειακή εστία και να ψευτοζεί, μη μπορώντας να βρει δουλειά αξιόλογη, με αποτέλεσμα να ξεσπά στη γυναίκα του κι εκείνη να επιστρέψει στον δυνάστη της, ακριβώς για να θυμάται μόνο τις ευχάριστες στιγμές τους (Ωστόσο, η αλληλογραφία τους συνεχίζεται, ακόμη κι όταν ο Νετζίπ αποκαθίσταται τελικά με σύζυγο και τρία παιδιά).

Ο Νετζίπ που ξεριζώνεται από τους τελευταίους και καταφεύγει στην Πόλη για να συνεχίσει τη ζωή του.

Από την άλλη, είναι ο Έλληνας Λιόντος, γιος υφασματέμπορου, που γεννήθηκε την ημέρα της δολοφονίας του πατέρα του και αυτό το γεγονός τον κατατρύχει μέχρι το τέλος του βιβλίου που αποκαλύπτεται η τραγική αλήθεια και επιβεβαιώνονται κάποιες υποψίες, χάρη σε μια θαυματουργή εικόνα.

Ο Λιόντος στηρίζει τη μητέρα του στο μαγαζί τους. Ψάχνει να βρει δουλειά για να στηρίξει την οικογένειά του και το βιος του για να μην το πάρουν οι τοκογλύφοι. Κατατάσσεται κρυφά στον ελληνικό στρατό. Όμως, η βία και ο παραλογισμός αλλά και η αναλγησία του ελληνικού κράτους, που δεν μπορεί να συντηρήσει σωστά τους στρατιώτες ή να τους περιποιηθεί, έστω όταν τραυματιστούν, η εμφύλια διαμάχη για τις τιμές και όχι για την ουσία, τον αναγκάζουν να γυρίσει πάλι κρυφά στην Άρτα, χωρίς ωστόσο  να αλλάξει η φιλία του με τον Νετζίπ.

Η φιλία των δυο παιδιών  δεν κλονίζεται ποτέ. Ποτέ δεν φανατίζονται, και αντιμετωπίζουν με σκέψη και σύνεση τα γύρω γεγονότα.

Ο Λιόντος τελικά ερωτεύεται τη διευθύντρια του Παρθεναγωγείου, αλλά από μια παρεξήγηση την ημέρα της άφιξης του βασιλιά Γεωργίου, όταν απελευθερωνόταν η πόλη, το ζευγάρι απομακρύνεται. Θα βρεθούν μετά από χρόνια στην Αθήνα και η αγάπη τους θα συνεχίσει χωρίς εμπόδια.

Η ζωή και η σχέση των δύο νέων, ταυτίζεται με αυτήν της Άρτας. Ρωμιοί, Οθωμανοί κι Εβραίοι συμβιώνουν αρμονικά με όλες τις διαφορές τους. Με τα δικά τους ήθη κι έθιμα, με τα δικά τους βάσανα κι εμμονές, με τους δικούς τους Θεούς. Ζουν όμως και με κοινές χαρές: τις χοροεσπερίδες, την καθημερινότητα, τον πετροπόλεμο, τις αποκριές, το χαμάμ, το Ραμαζάνι, τον καραγκιόζη, με τις επώδυνες φάρσες στο Φάσγανο, που τον θεωρούν υπ? αριθμόν ένα ύποπτο, για τη δολοφονία του πατέρα του Λιόντου. Ζουν με τους έρωτες, την οικογενειακή ακμή και παρακμή, με εξεγέρσεις κι αληθινό πόλεμο, με λαθρεμπόρια, κολίγους και τσιφλικάδες.

Πλήθος πρωταγωνιστών αλλά και κομπάρσων παρελαύνουν μέσα στην αφήγηση. Διαφορετικοί άνθρωποι με διαφορετικές θρησκείες, γλώσσες και έθιμα γεννιούνται, μεγαλώνουν, πορεύονται στη ζωή στο Ιμαρέτ του Θεού.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τις μανάδες των δύο πρωταγωνιστών, την ελληνίδα Αγνή και την αλλόδοξη Σαφιγιέ,  που το μητρικό τους φίλτρο υπερίσχυσε κάθε εθνικιστικού ή θρησκευτικού φανατισμού.

Επίσης τη σαγηνευτική Καλίλα, (που γυρίζει με την ομάδα του Αιγυπτίου Μααρούφ σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία χορεύοντας και δίνοντας παραστάσεις στα Καφέ Αμάν) σειρήνα του πάθους και της αυτοκαταστροφής, αιώνια ενσάρκωση του ερωτικού πόθου, της γυναικείας δύναμης και της ανδρικής αδυναμίας.

Κι ακόμη τον Μπεχζάτ (αδελφό του Νετζίπ), το πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου της δημιουργικής έκφρασης, που υπερβαίνει τα περιοριστικά κι ασφυκτικά πλαίσια της κοινωνίας και της εποχής, όπως και την Αγγελινή η οποία διαρρηγνύει τις διαχωριστικές γραμμές της γαμήλιας ένωσης ατόμων μεταξύ των δύο φυλών.

Είναι επίσης και ο Δαμιανός Μέγης νονός του Λιόντου, χωρίς παιδιά, ευκατάστατος έμπορος, φιλομαθής, εραστής των γραμμάτων και της φιλοσοφίας, που αναπλήρωνε το κενό του πατέρα του Λιόντου, μέχρι να χωρίσει την Αναστασία και να παντρευτεί μια εβραία, για να καταλήξει τελικά κρυφά σε μοναστήρι.

Και πάνω απ? όλους στέκεται ως «προεξάρχων του χορού» ο θυμόσοφος, και όχι μόνο, αφού είναι σπουδαγμένος και μελετητής ποιημάτων και βιβλίων, ο Ισμαήλ Μπέης.
Ο παππούς, που βλέπει τα εγγόνια του να μεγαλώνουν «σα ρόδα κάτω από τον ήλιο», και κάθε κουβέντα του αποτελεί απόσταγμα σοφίας, στέκεται πέρα από τα πάθη και τις μισαλλοδοξίες, ανατέμνει τη ζωή που πέρασε, εκτιμά τη ζωή που θα ?ρθει και υπομένει τις αλλαγές με στωικότητα και γνώση.

Ποια, άραγε, είναι η γνώση της ζωής, που απέκτησε ο αιωνόβιος Ισμαήλ μπέης; Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο η γνώση της ζωής ταυτίζεται με τη συνείδηση του θανάτου μας και της ασημαντότητας μας. Ο παππούς Ισμαήλ, συντηρητής του παλιότερου κρουστικού και μηχανικού ρολογιού με δίσκο σε όλη την Αυτοκρατορία και παρατηρητής των αέναων κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, ξέρει καλά σύμφωνα και με την Τούρκικη παροιμία που χρησιμοποιεί, πως: «Κάθε μάνας γέννα πεσκέσι του θανάτου».

Με άλλα λόγια, πως όλη η ύπαρξή μας είναι ένα στιγμιαίο πέρασμα μπροστά στον αδηφάγο χρόνο, μια ελαφρά ρυτίδα στη ροή του ποταμού της ανθρώπινης ιστορίας. Η διαπίστωση όμως αυτή, της ανθρώπινης ματαιότητας, τον οδηγεί και στην καταδίκη της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα πάθη σκωπτικά και με την κατανόηση που μόνο η σοφία προσδίδει, γνωρίζοντας πως ο μόνος τρόπος που καταξιώνει την ανθρώπινη ζωή είναι η συμφιλίωση με τη μοίρα και τη φυσική νομοτέλεια.

Βαθύτατα ανθρωπιστής διακηρύσσει, αυτό που περικλείει συμβολικά και ο τίτλος του βιβλίου:

[?]«Ένα Ιμαρέτ είναι η γη. Το ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, ανοίγει την αγκαλιά του, μας δέχεται και μας επιτρέπει να απολαύσουμε τη ζωή. Κι εμείς θαρρούμε πως το διαφεντεύουμε......Μας άφησε ο Θεός αυτό το Ιμαρέτ να το διαχειριστούμε κι εμείς αρπάζουμε, κλέβουμε, αδικούμε, εκμεταλλευόμαστε, διεκδικούμε όλο και περισσότερα, μέχρι την ώρα που θα επιστρέψουμε το τομάρι μας εκεί που ανήκει, στο χώμα. Και θα αξίζει τότε με όσο ενός βοδιού ή ενός προβάτου, τίποτε παραπάνω.»[?]

Το Ιμαρέτ, λοιπόν, εκτός των άλλων, αναφέρεται και στην υπερφίαλη συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους, που λησμονώντας τη μοναδική βεβαιότητα της ζωής, το θάνατο, δηλητηριάζει την έτσι κι αλλιώς σύντομη ύπαρξή του με μικροπρεπείς συμπεριφορές, αδικίες, έχθρες και πάθη.

Μελετά ακόμη, την ύβρι, με την αρχαιοελληνική έννοια της αλαζονείας, και τις αυταπάτες των ανθρώπων που νομίζουν ότι μπορούν να ελέγξουν απόλυτα το μέλλον τους και να κατευθύνουν, κατά τις προθέσεις τους, τον ρου της ζωής και της ιστορίας.

Τέλος είναι μια καταδίκη της δυσαρμονίας που προκαλεί αυτή τους η συμπεριφορά και δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυσαρμονία για την ανθρώπινη ψυχή από το τυφλό μίσος. Και στο «Ιμαρέτ», οι κύριοι εκφραστές του φανατισμού, της απληστίας και του τυφλού μίσους είναι ο έλληνας Φάσγανος και ο τούρκος Ντογάν.

Η αφήγηση είναι ρέουσα, ελκυστική και πλούσια. Έχει όλα τα συστατικά, στο βαθμό ακριβώς που χρειάζεται, για να κάνει την ανάγνωση μια δυνατή και αληθινή εμπειρία. Γλαφυρή και λυρική όπου χρειάζεται, σχεδόν κινηματογραφική, με καθημερινές σκηνές γεμάτες συναίσθημα με θεατρικούς διαλόγους και περιγραφές που δεν πλατειάζουν και δεν κουράζουν, με γνήσια δραματικότητα, προσεγμένη ιστορική αναδρομή και ξεκάθαρη δομή κερδίζει τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες.

Το λεξιλόγιο είναι πλούσιο, μεστό, γεμάτο περιγραφές, με λέξεις ξεχασμένες ή προσαρμοσμένες πλέον στην καθημερινότητά μας.

Το έργο είναι γεμάτο από πολλά λαογραφικά, πολιτιστικά και εθνολογικά στοιχεία και για τους τρεις πολιτισμούς τον ελληνικό, τον Οθωμανικό και τον Εβραϊκό και μας βοηθά, σε πολλά σημεία, να κατανοήσουμε πολλά στοιχεία που έχουν εισχωρήσει στην καθημερινή μας ζωή και στον πολιτισμό μας από εκείνη την εποχή.

Ο συγγραφέας μοιράζεται ακριβοδίκαια στους δυο λαούς, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το ίδιο συναίσθημα, το ίδιο δίλημμα, το ίδιο πρόβλημα, το ίδιο γεγονός, με ήρωες απτούς, και εν πολλοίς, παρά τις όποιες διαφορές, όμοιους.

Καταφέρνει να μας δώσει, ένα έργο με διάθεση επική, για μια πόλη, τη γενέθλια πόλη, και για μιαν εποχή, αφού ό,τι συνέβη στην Αρτα συνέβη σε όλες τις περιοχές, που ενσωματώνονταν στο ελληνικό κράτος. Ο συγγραφέας μας προσφέρει τη δυνατότητα, να ζήσουμε τη μοίρα δυο οικογενειών, μιας οθωμανικής και μιας ρωμαίικης, ελληνικής, που μοιράστηκαν γη κι ουρανό, χαρά και δάκρυ, αίμα και γάλα.

Η εικόνα που δίνει το βιβλίο είναι πως η συμβίωση είναι δυνατή, με τα προβλήματα βέβαια που αυτό συνεπάγεται. Διαφορετικοί άνθρωποι, με τρεις διαφορετικές θρησκείες, διαφορετικές γλώσσες, ήθη, έθιμα, παραδόσεις, πορεύονται το δρόμο της ζωής, ελπίζουν το ίδιο, ερωτεύονται, ιδρώνουν για τον επιούσιο, ονειρεύονται, κινδυνεύουν, αγαπιούνται, μισούνται, εχθρεύονται, συγχωρούνται, αλληλοβοηθιούνται Κάθε ομάδα κρατά το δικό της πολιτισμό, είναι όμως ανοιχτή και στον πολιτισμό των άλλων. Καμία φορά δανείζονται από τον? "ξένο πολιτισμό". Όπως ο τούρκος Νετζίπ που τραγουδούσε το «πουλάκι ξένο/ξενιτεμένο, /πουλί χαμένο /που να σταθώ» τις στιγμές της νοσταλγίας του για την αγαπημένη του Καλίλα, τραγούδι που γενικώς τραγουδούσαν οι μουσουλμάνοι.

Από την άλλη, η εκμετάλλευση των ραγιάδων και η εξαθλίωση τους - η οποία περιγράφεται και αναλύεται διεξοδικά βασιζόμενη σε πολλά ιστορικά στοιχεία - φαίνεται να μην έχει εθνικότητα. Είναι το ίδιο βάρβαρη και ανάλγητη, είτε προέρχεται από Τούρκους, είτε από Έλληνες. Και γίνεται ξεκάθαρο ότι για τη μοίρα των δύο λαών αποφασίζουν, όχι οι ίδιοι, αλλά κάποιοι άλλοι: Είτε οι ξένοι είτε κάποιες φανατικές, διεφθαρμένες ή ανίκανες ηγεσίες.

Στο έργο η λέξη πατρίδα δεν προσδιορίζεται τόσο με εθνικά σύμβολα (κυρίως για τους Τούρκους, αφού η ελληνική συνείδηση έχει πλέον εμπεδωθεί στον ελληνικό πληθυσμό) όσο με την έννοια των πατρογονικών εστιών που η εγκατάλειψή τους και η επακόλουθη προσφυγιά πληγώνει βαθύτατα τους Οθωμανούς, μετά την προσάρτηση της Άρτας στο ελληνικό έδαφος, όσο θα πλήγωνε και λίγα χρόνια αργότερα τις χιλιάδες Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων που ξεριζώθηκαν βίαια από τα εδάφη τους, το πλήθος Θρακιωτών από την Ανατολική Θράκη, το πλήθος Κυπρίων. Είναι χαρακτηριστική η στιχομυθία του Νετζίπ και της γυναίκας του μόλις μπαίνουν στο λιμάνι της Κων/πολης.

[?] Με την είσοδο μας στο λιμάνι της Κων/πολης ύστερα από επτά ημέρες ταξίδι, η Χουλγιά κόλλησε πάνω μου τρομαγμένη. Τριγύρω εκατοντάδες πλοία, ιστιοφόρα, ατμόπλοια, μπρίκια, γαλέρες, καΐκια, ποστάλια, ταρτάνες, και πίσω η τεράστια πόλη με τα τετρακόσια εβδομήντα τζαμιά και τους μιναρέδες να εξέχουν στους επτά λόφους.

«Πού ήρθαμε Νετζίπ; Πού είναι η πόλη μας;» ψιθύρισε.

«Αυτή είναι πια η πόλη μας» απάντησα και μέσα μου παρακαλούσα να είναι όλα ένα κακό όνειρο. Να ανοίξω ξαφνικά τα μάτια και να βρεθώ στην Άρτα, στο σπίτι μου, στην αυλή μου».

Το μήνυμα που αποκομίζει ο αναγνώστης του βιβλίου είναι ότι η πραγματική αγάπη δεν έχει να κάνει με έθνη, καταγωγή και θρησκεία. Οι άνθρωποι μπορούν να ζουν μαζί και να αγαπιούνται πραγματικά, ιδιαίτερα όταν αυτά που τους χωρίζουν δεν τα έχουν επιλέξει οι ίδιοι. Χαρακτηριστική και συνάμα συγκινητική είναι η αντίδραση του Λιόντου για την Τουρκάλα μάνα του Νετζίπ όταν ένας συμμαθητής τους την έβρισε χυδαία:

[?] Η βλαστήμια του με τίναξε ακαριαία απ? τη θέση μου και ρίχτηκα πάνω του με γροθιές και κλοτσιές. Μέχρι να μας χωρίσουν κι όπως ο άλλος ξαφνιάστηκε από την αντίδραση μου κατάφερα να του δώσω δεκάδες χτυπήματα. Τι διάολο έπαθες; Τη δική σου μάνα έβρισα; Διαμαρτυρόταν καθώς μας κρατούσαν δυο τρεις άλλοι. Τότε μόνο συνειδητοποίησα τι ακριβώς έκανα, πόσο βαθιά στη ψυχή μου είχα την ανά Σαφιγιέ και πόσο προσβεβλημένος ένιωσα στο άκουσμα της βλαστήμιας. Το γεγονός ότι ήταν μουσουλμάνα καθόλου δε με επηρέασε.[?]

Το  Ιμαρέτ λοιπόν ταυτίζεται με τη φιλία, την αλληλεγγύη, την ανταπόδοση της ευεργεσίας, που καταφέρνουν να διατηρούνται σε πείσμα των αντιθέσεων, των φανατισμών και των κάθε λογής εξουσιών που απεργάζονται τη διχόνοια.


Πέτρος Πιτσιάκκας

Φιλόλογος